- ἀσιτήσαντα
- ἀσῑτήσαντα , ἀσιτέωabstain from foodaor part act neut nom/voc/acc plἀσῑτήσαντα , ἀσιτέωabstain from foodaor part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.